αλύσσαχτος

αλύσσαχτος
και –ιαχτος και –αγος, -η, -ο [λυσσάζω]
1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα
2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας
3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο
είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς λυσσόχορτο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλύσσαχτος — η, ο αυτός που δεν είναι λυσσασμένος: Ευτυχώς, το σκυλί που με δάγκασε ήταν αλύσσαχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”